- ὀνομαστί
ὀνομαστί, namentlich, mit Namen; λέγειν, Her. 6, 79; Antiph. 6, 23; παρακαλεῖν, Xen. An. 6, 3, 24; vgl. Thuc. 7, 69; ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις, 1, 132; ἀνακαλεῖν, Arr. An. 2, 7, 11; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνομαστί, namentlich, mit Namen; λέγειν, Her. 6, 79; Antiph. 6, 23; παρακαλεῖν, Xen. An. 6, 3, 24; vgl. Thuc. 7, 69; ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις, 1, 132; ἀνακαλεῖν, Arr. An. 2, 7, 11; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνομαστί — by name indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονομαστί — (ΑΜ ὀνομαστί, Α και ὀνομαστεί και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαοτί) επίρρ. με το όνομα κάποιου, ονομαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνομαστός + επιρρμ. κατάλ. ί / εί (πρβλ. αγελαστ ί)] … Dictionary of Greek
Onomasti komodein — (Ancient Greek: ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν, onomasti kōmōidein, to ridicule by name in the manner of the comic poets ) was an expression used in Ancient Greece[1] to denote a witty personal attack made with total freedom against the most notable… … Wikipedia
επιγράφω — (AM ἐπιγράφω) 1. χαράσσω επιγραφή («καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις [ἐπὶ τρίποδος]», Θουκ.) 2. δίνω τίτλο σε ένα κείμενο («Ἰλιάδα ἐπέγραψε τῷ ποιήματι») 3. υπογράφω ή επικυρώνω˙|| μσν. 1. φέρω επιγραφή 2. συγγράφω 3. αποφασίζω αρχ. 1. ξύνω… … Dictionary of Greek
ονυμαστί — ὀνυμαστί (Α) επίρρ. βλ. ονομαστί … Dictionary of Greek
πατριαστί — και πατριαστεί Α με το πατρικό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός, πιθ. κατά το ὀνομαστί] … Dictionary of Greek
ωνομασμένως — Α επίρρ. ονομαστικά, ονομαστί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠνομασμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. ὀνομάζομαι] … Dictionary of Greek
ԱՆՈՒՆ — (անուան, անք, անց) NBH 1 0220 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. ὅνομα nomen Բառ, կամ ձայն նշանական՝ յայտարար ուրուք կամ իրիք. կոչումն իւրաքանչիւր էակի եւ անհատի՝ հասարակ կամ յատու… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)