ὀνομαστικός [2]

ὀνομαστικός [2]

ὀνομαστικός, zum Namen, bes. zum Nomen substantivum gehörig, substantivisch, S. Emp. adv. gramm. 239; auch adv., ibid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀνομαστικός — skilful at naming masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονομαστικός — ή, ό (ΑΜ ὀνομαστικός, ή, όν) [ονομαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • ονομαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα: Ονομαστική γιορτή. 2. αυτός που περιλαμβάνει ονόματα: Ονομαστική κατάσταση. 3. αυτός που γίνεται με εκφώνηση ονομάτων: Ονομαστική ψηφοφορία. 4. φρ., «ονομαστική αξία», αξία που αναγράφεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀνομαστικά — ὀνομαστικός skilful at naming neut nom/voc/acc pl ὀνομαστικά̱ , ὀνομαστικός skilful at naming fem nom/voc/acc dual ὀνομαστικά̱ , ὀνομαστικός skilful at naming fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστικῶν — ὀνομαστικός skilful at naming fem gen pl ὀνομαστικός skilful at naming masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστικόν — ὀνομαστικός skilful at naming masc acc sg ὀνομαστικός skilful at naming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστικαί — ὀνομαστικός skilful at naming fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστικοῖς — ὀνομαστικός skilful at naming masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστικοῦ — ὀνομαστικός skilful at naming masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστικῆς — ὀνομαστικός skilful at naming fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστικῇ — ὀνομαστικός skilful at naming fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”