αμοιβάς — ἀμοιβάς, η (Α) [ἀμοιβή] αυτή που χρησιμεύει για αλλαγή, η εναλλασσόμενη με κάποια άλλη «ἀμοιβὰς χλαῖνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβή ιδιόρρυθμος τ. θηλ. τού ἀμοιβαῖος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμοιβάδιος, ἀμοιβάζω, ἀμοιβαδίζω μσν. ἀμοιβαδής] … Dictionary of Greek
ἀμοιβάς — as change of raiment fem nom sg ἀμοιβά̱ς , ἀμοιβή requital fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβά — ἀμοιβάς as change of raiment fem voc sg ἀμοιβά̱ , ἀμοιβή requital fem nom/voc/acc dual ἀμοιβά̱ , ἀμοιβή requital fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβάδα — ἀμοιβάς as change of raiment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβάδες — ἀμοιβάς as change of raiment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβάδι — ἀμοιβάς as change of raiment fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβάδες — οι Ζωολ. μονοκύτταροι μικροοργανισμοί, που ανήκουν στα Ριζόποδα Πρωτόζωα, και συγκεκριμένα στις Γυμναμοιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγιας προελεύσεως όρο, που προήλθε < αρχ. ἀμοιβάς, άδος (< ἀμοιβὴ) «η εναλλασσόμενη, αυτή που χρησιμεύει… … Dictionary of Greek
αμοιβάζω — ἀμοιβάζω (Α) [ἀμοιβάς] ανταλλάσσω … Dictionary of Greek
αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 … Dictionary of Greek
επίταξη — Είδος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κινητών πραγμάτων. Υπάρχουν πολλές νομικές μορφές ε., ανάλογα με τις ανάγκες που την επιβάλλουν. Για παράδειγμα, η αναγκαστική πώληση στην περίπτωση της ε. τροφίμων, η αναγκαστική μίσθωση στην περίπτωση ε.… … Dictionary of Greek
ηθάδιος — ἠθάδιος, ον (Α) ποιητ. τ. τού ἠθάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθάς, πρβλ. αμοιβάς > αμοιβάδιος] … Dictionary of Greek