- ἀμοιβηδόν
ἀμοιβηδόν, dasselbe, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμοιβηδόν, dasselbe, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμοιβηδόν — ἀμοιβηδὸν (Α) επίρρ. βλ. αμοιβήδην. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβὴ + επίρρ. κατάλ. δον*] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 … Dictionary of Greek
επημοιβηδόν — ἐπημοιβηδόν (Α) επίρρ. επάλληλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβηδόν (< αμείβω), το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek