- ἀν-οικειότης
ἀν-οικειότης, ητος, ἡ, das Wesen des ἀνοίκειος, Fremdheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-οικειότης, ητος, ἡ, das Wesen des ἀνοίκειος, Fremdheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκειότης — a being fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειοτήτων — οἰκειότης a being fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειότησι — οἰκειότης a being fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειότησιν — οἰκειότης a being fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειότητα — οἰκειότης a being fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειότητας — οἰκειότης a being fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειότητες — οἰκειότης a being fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειότητι — οἰκειότης a being fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειότητος — οἰκειότης a being fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκηιότητα — οἰκειότης a being fem acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειότητ' — οἰκειότητα , οἰκειότης a being fem acc sg οἰκειότητι , οἰκειότης a being fem dat sg οἰκειότητε , οἰκειότης a being fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)