- ἀν-οκωχή
ἀν-οκωχή, ἡ, v. l. für ἀνακωχή, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-οκωχή, ἡ, v. l. für ἀνακωχή, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οκωχή — ὀκωχή, ἡ (Α) (αντί ὄχή*) στήριγμα, υποστήριξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή* με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)] … Dictionary of Greek
ὀκωχή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοκωχή — κατοκωχή, ἡ (Α) 1. κατάσχεση, κατάκτηση 2. το να κατέχεται κάποιος από ανώτερο πνεύμα, η έμπνευση («οὐ γάρ τέχνη, οὐδ ἐπιστήμη περί Ὁμήρου λέγεις, ἀλλά θείᾳ μοίρα καὶ κατοκωχῄ», Πλάτ.) 3. αντίληψη, κατανόηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οκωχή (<… … Dictionary of Greek
μετοκωχή — μετοκωχή, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μετοχή». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οκωχή (< ὀκωχή < ἔχω, με αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄκωχα, άχρ. παρακμ. τού ἔχω), πρβλ. αν οκωχή, κατ οκωχή] … Dictionary of Greek
παροκωχή — ἡ, Α το να χορηγεί, το να προμηθεύει κανείς κάτι, η παροχή, η χορήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀκωχή (< ἔχω με αναδιπλασιασμό), πρβλ. κατ οκωχή] … Dictionary of Greek
συνοκωχή — ἡ, Α 1. συνοχή, συγκράτηση 2. (κατά τον Ησύχ.) «συνοχωχή νόσος, λοιδορία, μάχη». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀκωχή «στήριγμα» (βλ. λ. ὀκωχή)] … Dictionary of Greek
ανοκωχή — ἀνοκωχή, η (Α) 1. παύση, ανάπαυλα, διάλειμμα 2. πρόσκαιρη παύση του πολέμου, ανακωχή 3. εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οκωχή (αντί οχή < έχω, με αναδιπλ.). Ο τ. ανοκωχή αντί ανοχή, με αναδιπλ. (πρβλ. όκωχα, άχρ. πρκ. του έχω). Ο τ.… … Dictionary of Greek
διοκωχή — διοκωχή, η (Α) [οκωχή] προσωρινή διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή … Dictionary of Greek
οκωχεύω — ὀκωχεύω (Α) [οκωχή] (κατά τον Ησύχ.) «ἔχω, συνέχω», κρατώ, στηρίζω … Dictionary of Greek
οκώχιμος — ὀκώχιμος, ον (Α) [ὀκωχή] υπόχρεως … Dictionary of Greek
περιοκωχή — ἡ, Α περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀκωχή, διπλασιασμένος τ. τού ὀχή (< ἔχω)] … Dictionary of Greek