- ἀ-βλεψία
ἀ-βλεψία, ἡ, Blindheit, Verblendung, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-βλεψία, ἡ, Blindheit, Verblendung, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλεψίᾳ — βλεψίαι , βλεψίας fish masc nom/voc pl βλεψίᾱͅ , βλεψίας fish masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεψίας — βλεψίᾱς , βλεψίας fish masc acc pl βλεψίᾱς , βλεψίας fish masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεψίαν — βλεψίᾱν , βλεψίας fish masc acc sg (attic epic doric aeolic) βλεψίας fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)