- ἀνθρωπό-νοος
ἀνθρωπό-νοος, zsgz. -νους, mit menschlichem Verstande, Ael. H. A. 16, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθρωπό-νοος, zsgz. -νους, mit menschlichem Verstande, Ael. H. A. 16, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek