- ἀνθρωπό-μορφος
ἀνθρωπό-μορφος, von menschlicher Gestalt, ϑεός Plut.; δράκων Luc. Alex. 12. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθρωπό-μορφος, von menschlicher Gestalt, ϑεός Plut.; δράκων Luc. Alex. 12. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει ξένη μορφή, ξένο σχήμα 2. φρ. «ξενόμορφα ορυκτά» (ορυκτ.) τα ορυκτά που δεν παρουσιάζουν δική τους κρυσταλλική μορφή, αλλ. αλλοτριόμορφα ορυκτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος, ιδιό μορφος] … Dictionary of Greek
χλοόμορφος — ον, Α όμοιος με χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + μορφος (< μορφή), πρβλ. ἀνθρωπό μορφος, γυναικό μορφος] … Dictionary of Greek
λεοντόμορφος — η, ο (Α λεοντόμορφος, ον) αυτός που έχει τη μορφή λιονταριού, λεοντοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος, τερατόμορφος] … Dictionary of Greek
οστεόμορφος — η, ο αυτός που έχει τη μορφή οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος] … Dictionary of Greek
σωρειτόμορφος — η, ο, Ν (μετεωρ.) αυτός που έχει μορφή σωρείτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρείτης + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος] … Dictionary of Greek
ταινιόμορφος — η, ο, Ν ταινιοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος] … Dictionary of Greek
τραγόμορφος — η, ο, Ν όμοιος με τράγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος] … Dictionary of Greek
χολερόμορφος — η, ο, Ν χολεροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολέρα + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek