ἀδίκη

ἀδίκη

ἀδίκη, , Nessel, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀδικῇ — ἀδικέω to be pres subj mp 2nd sg ἀδικέω to be pres ind mp 2nd sg ἀδικέω to be pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίκη — ἀ̱δίκη , ἀδικέω to be imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀδικέω to be pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀδικέω to be imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικῆι — ἀδικῇ , ἀδικέω to be pres subj mp 2nd sg ἀδικῇ , ἀδικέω to be pres ind mp 2nd sg ἀδικῇ , ἀδικέω to be pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδικοκρισία — η (Α ἀδικοκρισία) (Ν και σιά) 1. άδικη κρίση 2. άδικη δικαστική απόφαση νεοελλ. βάσανο που υφίσταται κανείς άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + κρίσις) …   Dictionary of Greek

  • παραβραβεύω — Α 1. εκφέρω άδικη κρίση σε αθλητικό αγώνα 2. εκδίδω άδικη δικαστική απόφαση 3. διαστρέφω, διαστρεβλώνω …   Dictionary of Greek

  • αδικοκρισία — η άδικη κρίση, άδικη απόφαση δικαστή: Οι αδικοκρισίες είναι το κύριο γνώρισμα των αυταρχικών καθεστώτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδίκευσις — ἀδίκευσις ( εως), η (Α) άδικη πράξη, αδικία, ζημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικεύω* < ἄδικος] …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • αδικία — η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά 1. το να πράττει κανείς το άδικο «αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία» «Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο» 2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία «τόν …   Dictionary of Greek

  • αδικοπράγημα — ἀδικοπράγημα, το (Α) [ἀδικοπραγῶ] άδικη πράξη, αδίκημα …   Dictionary of Greek

  • αδικοπραγία — η [αδικοπραγώ] 1. άδικη πράξη, αδικία, παρανομία 2. (Νομ.) βλ. αδικοπραξία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”