ἀ-δάϊκτος

ἀ-δάϊκτος

ἀ-δάϊκτος, unzerstört, Qu. Sm. 1, 196.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαϊκτός — δαϊκτός, ή, όν (Α) αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι). ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος] …   Dictionary of Greek

  • δαικτόν — δαικτός to be slain masc acc sg δαικτός to be slain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργοδάϊκτος — ον, Α αυτός που καταστρέφει, που συντρίβει πύργους («πολέμους πυργοδαΐκτους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ανδρο δάϊκτος, λουτρο δάϊκτος] …   Dictionary of Greek

  • ημιδάικτος — ἡμιδάϊκτος, ον (Α) μισοσκοτωμένος, μισοσφαγμένος, σκοτωμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δαϊκτός (< δαΐζω «σκοτώνω»), πρβλ. αυτο δάικτος, χειρο δάικτος] …   Dictionary of Greek

  • λουτροδάικτος — λουτροδάϊκτος, ον (Α) αυτός που φονεύθηκε στο λουτρό («λουτροδάϊκτος δ ὤλετ Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδρο δάικτος, πυργο δάικτος] …   Dictionary of Greek

  • χειροδάϊκτος — ον, Α σκοτωμένος από τα χέρια κάποιου («χειροδάϊκτα σφάγι αἱμοβαφῆ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. πυργο δάϊκτος] …   Dictionary of Greek

  • ωμοδάϊκτος — ον, Α (ποιητ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὠμοσπάρακτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. αὐτο δάϊκτος] …   Dictionary of Greek

  • αρτιδάικτος — ἀρτιδάικτος, ον (AM) αυτός που σφάχθηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δαϊκτος < δαϊκτός < δαΐζω «σφάζω, φονεύω» (πρβλ. ανδροδάικτος, αυτοδάικτος, πυργοδάικτος)] …   Dictionary of Greek

  • ανδροδάικτος — ἀνδροδάικτος, ον (Α) αντροφονιάς, ανδροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + δαϊκτός < δαΐζω «σκοτώνω»] …   Dictionary of Greek

  • αυτοδάικτος — αὐτοδάϊκτος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε μόνος του, που αυτοκτόνησε 2. πληθ. αυτοί που αλληλοσκοτώθηκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + δαϊκτος < δαΐζω «σκοτώνω» (πρβλ. ανδροδάϊκτος, λουτροδάϊκτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”