- ὀμμάτιον
ὀμμάτιον, τό, dim. von ὄμμα, Aeuglein, Arist. physiogn. 3, 46. Vgl. Lob. zu Phryn. 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμμάτιον, τό, dim. von ὄμμα, Aeuglein, Arist. physiogn. 3, 46. Vgl. Lob. zu Phryn. 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀμμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμματίων — ὀμμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμμάτια — ὀμμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Metanalyse — Métanalyse La métanalyse (ou mécoupure) est une modification phonétique quelconque subie par un mot mal analysé quant à ses morphèmes ou dans un syntagme mal analysé quant à ses lemmes. D une manière plus simple, il s agit d une erreur de… … Wikipédia en Français
Mécoupure — Métanalyse La métanalyse (ou mécoupure) est une modification phonétique quelconque subie par un mot mal analysé quant à ses morphèmes ou dans un syntagme mal analysé quant à ses lemmes. D une manière plus simple, il s agit d une erreur de… … Wikipédia en Français
Métanalyse — La métanalyse (ou mécoupure) est une modification phonétique quelconque subie par un mot mal analysé quant à ses morphèmes ou dans un syntagme mal analysé quant à ses lemmes. D une manière plus simple, il s agit d une erreur de découpage dans la… … Wikipédia en Français
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
λημέρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 416 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, Β της λίμνης Κρεμαστών, 73 χλμ. ΒΔ του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Απεραντίων. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κόνιαβη. * * * το 1.… … Dictionary of Greek
μίλημα — το η ομιλία, η μιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμίλημα, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο (πρβλ. ὀμμάτιον > μάτι] … Dictionary of Greek
μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… … Dictionary of Greek
μοιάζω — και ομοιάζω (ΑΜ ὁμοιάζω) έχω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή τον χαρακτήρα κάποιου άλλου, είμαι παρόμοιος με κάποιον ή με κάτι νεοελλ. 1. (ως απρόσ.) μοιάζει φαίνεται («μοιάζει να είναι ενδιαφέρον» 2. φρ. «δεν σού μοιάζω» δεν έχω τις συνήθειές σου… … Dictionary of Greek