- ἀμαλάπτω
ἀμαλάπτω, = ἀμαλδύνω, Soph. frg. 413 bei Hesych.; Lycophr. 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμαλάπτω, = ἀμαλδύνω, Soph. frg. 413 bei Hesych.; Lycophr. 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμαλάπτω — ἀμαλάπτω (Α) καταστρέφω, αφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλός, μεταπλασμένος ρηματικός τ. σε άπτω κατά το πρότυπο τών συνωνύμων ρ. βλάπτω, δαρδάπτω κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
αμαλός — ἀμαλός, ή, όν (Α) 1. (κυρίως για νεογνά ζώων) μαλακός, απαλός, τρυφερός 2. ασθενικός, αδύναμος 3. (ανώμαλος συγκριτικός) ἀμαλέστερος, α, ον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό επίθετο, γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που χαρακτηρίζει νεογνά ζώων. Στον Ευριπίδη η λ.… … Dictionary of Greek
ἀμαλαπτομέναν — ἀμαλαπτομένᾱν , ἀμαλάπτω destroy pres part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)