ἀν-αλθής

ἀν-αλθής

ἀν-αλθής, ές, unheilbar, Hippocr.; – nicht heilsam, φάρμακα Bion 7, 4; dah. gefährlich, Qu. Sm. 9, 387; ἄτη Man. 2, 499.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • 'λθῆς — ἀλθῆς , ἀλθεύς healer masc nom pl ἀλθῆς , ἀλθεύς healer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευαλθής — εὐαλθής, ές (Α) 1. αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευίατος, ο ευκολοθεράπευτος 2. αυτός που θεραπεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλθής (< άλθος «φάρμακο, ίαση» < αλθαίνω «θεραπεύομαι»), πρβλ. δυσ αλθής, ωμ αλθής] …   Dictionary of Greek

  • πολυαλθής — ές, Α αυτός που θεραπεύει πολλές νόσους, ο πολύ ιαματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. ευ αλθής, παν αλθής] …   Dictionary of Greek

  • ωμαλθής — ές, Α (για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυ αλθής) …   Dictionary of Greek

  • Althes — ALTHES, æ, Gr. Ἄλθης, ου, König der Lelegen, mit dessen Tochter, der Laothoe, Priamus den Lykaon zeugete. Homer. Iliad. Φ. 85 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • παναλθής — παναλθής, ές (Α) αυτός που θεραπεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αλθής (< ἄλθος «φάρμακο»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”