- ἀμ-βολάς
ἀμ-βολάς, άδος, ἡ, sc. γῆ, aufgeworfene Erde, Xen. Cyr. 7, 5, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμ-βολάς, άδος, ἡ, sc. γῆ, aufgeworfene Erde, Xen. Cyr. 7, 5, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολᾶς — βολή throw fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολάς — βολά̱ς , βολή throw fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
INGREDI Regnum — pro capessere, apud Virg. Aen. l. 8. ubi Evander Imperium in res Herruscas sibi delatum Aeveaelargitur, v. 511. et seqq. Tu, cuius et annis Et generi fatum indulget, quem Numina poscunt, Ingredere, ô Teucrûm atque Italûm fortissime ductor. An ab… … Hofmann J. Lexicon universale
PALAMEDIS — in Epigramm. veteri de Tabula, Hoc opus inventor nimium Palamedis amavit, Et parili excellens Mucius ingeniô: pro Palamedes, Graece Παλαμήδης. Sic Artabassis, pro Artabasses, apud Vobisc. in Probo, c. 4. Graece Α᾿ρταβάςςης: Lyristis, apud… … Hofmann J. Lexicon universale
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
μακροβολία — μακροβολία, ἡ (Α) [μακροβόλος] βολή, ρίψη, εξακόντιση σε μεγάλη απόσταση («τὴν μὲν μακρόκωλον πρὸς τὰς μακροβολίας, τήν δὲ βραχύκωλον πρὸς τὰς ἐν βραχεῑ βολάς», Στράβ.) … Dictionary of Greek