ἀν-αλλοίωτος

ἀν-αλλοίωτος

ἀν-αλλοίωτος, unveränderlich, Plut. de an. procr. 25. – Adv. ἀναλλοιώτως, Diog. L.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀλλοιωτός — subject to change masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοιωτός — ή, ό (Α ἀλλοιωτός, ή, όν) [ἀλλοιῶ] ο αλλοιώσιμος* …   Dictionary of Greek

  • ἀλλοιωτά — ἀλλοιωτός subject to change neut nom/voc/acc pl ἀλλοιωτά̱ , ἀλλοιωτός subject to change fem nom/voc/acc dual ἀλλοιωτά̱ , ἀλλοιωτός subject to change fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτῶν — ἀλλοιωτός subject to change fem gen pl ἀλλοιωτός subject to change masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτόν — ἀλλοιωτός subject to change masc acc sg ἀλλοιωτός subject to change neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωταί — ἀλλοιωτός subject to change fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτοῖς — ἀλλοιωτός subject to change masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτοί — ἀλλοιωτός subject to change masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτοῦ — ἀλλοιωτός subject to change masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτῆς — ἀλλοιωτός subject to change fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιωτῇ — ἀλλοιωτός subject to change fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”