- ἀν-αλδήσκω
ἀν-αλδήσκω, hervorwachsen, Ap. Rh. 3, 1363; nach-, wiederwachsen, Opp. C. 2, 397.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αλδήσκω, hervorwachsen, Ap. Rh. 3, 1363; nach-, wiederwachsen, Opp. C. 2, 397.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλδήσκω — grow pres subj act 1st sg ἀλδήσκω grow pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλδήσκω — ἀλδήσκω (Α) 1. αυξάνομαι, γίνομαι ισχυρός 2. κάνω κάτι να αυξηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἀλδαίνω] … Dictionary of Greek
ἀλδῆσκον — ἀλδήσκω grow pres part act masc voc sg ἀλδήσκω grow pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλδήσκει — ἀλδήσκω grow pres ind mp 2nd sg ἀλδήσκω grow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλδήσκουσι — ἀλδήσκω grow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀλδήσκω grow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλδήσκουσιν — ἀλδήσκω grow pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀλδήσκω grow pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλδήσκειν — ἀλδήσκω grow pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλδήσκοιο — ἀλδήσκω grow pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλδήσκοντες — ἀλδήσκω grow pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλδήσκοντος — ἀλδήσκω grow pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλδήσκουσαι — ἀλδήσκω grow pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)