- ἀν-αλδής
ἀν-αλδής, ές, 1) nicht gedeihend, kraftlos, Ar. Vesp. 1045. – 2) das Wachsthum hemmend, von den Gestirnen, Arat. 333; aber ἀστέρες ἀναλδέες 394 sind kleine Sterne.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αλδής, ές, 1) nicht gedeihend, kraftlos, Ar. Vesp. 1045. – 2) das Wachsthum hemmend, von den Gestirnen, Arat. 333; aber ἀστέρες ἀναλδέες 394 sind kleine Sterne.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευαλδής — εὐαλδής, ές (Α) 1. αυτός που αυξάνεται γρήγορα 2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, εύφορο («εὐαλδέστερα ὕδατα», Πλούτ.). επίρρ... ευαλδέως με εύκολη, γρήγορη αύξηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλδής (< αλδαίνω «αυξάνω»), πρβλ. αν αλδής, νε αλδής] … Dictionary of Greek
πολυαλδής — ές, Α. ο πολύ θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αλδής (< ἀλδαίνω «τρέφω, αυξάνω»), πρβλ. ευ αλδής, νε αλδής] … Dictionary of Greek
νεαλδής — και νεοαλδής, ές (Α) αυτός που μόλις έχει παραχθεί ή αυτός που πολύ πρόσφατα έχει γεννηθεί, νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αλδής (< ἀλδαίνω «αυξάνω, δυναμώνω»), πρβλ. πολυ αλδής] … Dictionary of Greek
συναλδής — ές, Α αυτός που μεγαλώνει ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλδής (< ἀλδαίνω «κάνω κάτι να μεγαλώσει, τρέφω»), πρβλ. νε αλδής] … Dictionary of Greek