- ἀδημονία
ἀδημονία, ἡ, Angst, Betrübniß, Plut. Num. 4; Strat. 68 (XII, 226); Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδημονία, ἡ, Angst, Betrübniß, Plut. Num. 4; Strat. 68 (XII, 226); Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδημονία — ἀδημονίᾱ , ἀδημονία trouble fem nom/voc/acc dual ἀδημονίᾱ , ἀδημονία trouble fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίᾳ — ἀδημονίαι , ἀδημονία trouble fem nom/voc pl ἀδημονίᾱͅ , ἀδημονία trouble fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδημονία — η (Α ἀδημονία) [ἀδημονῶ] 1. ψυχική ανησυχία, ανυπομονησία, αγωνία 2. θλίψη, στενοχώρια … Dictionary of Greek
αδημονία — η στενοχώρια, αγωνία: Είχε μεγάλη αδημονία να τον συναντήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδημονίας — ἀδημονίᾱς , ἀδημονία trouble fem acc pl ἀδημονίᾱς , ἀδημονία trouble fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίαι — ἀδημονία trouble fem nom/voc pl ἀδημονίᾱͅ , ἀδημονία trouble fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίαν — ἀδημονίᾱν , ἀδημονία trouble fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονιῶν — ἀδημονία trouble fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίαις — ἀδημονία trouble fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίη — ἀδημονία trouble fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημονίῃ — ἀδημονία trouble fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)