- ἀν-αλκία
ἀν-αλκία, ἡ, sp. zw. Form für ἀναλκεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αλκία, ἡ, sp. zw. Form für ἀναλκεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἀλκίᾳ — Ἀλκίᾱͅ , Ἀλκίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκίας — Ἀλκίᾱς , Ἀλκίης masc acc pl Ἀλκίᾱς , Ἀλκίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκίαν — Ἀλκίᾱν , Ἀλκίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… … Dictionary of Greek