- ἀνα-λείχω
ἀνα-λείχω, auflecken, Her. 1, 74 αἷμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-λείχω, auflecken, Her. 1, 74 αἷμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναλείχω — (Α ἀναλείχω) γλείφω νεοελλ. 1. ποθώ να φάω κάτι νόστιμο, ξερογλείφομαι, λιγουρεύομαι 2. αναδίδω υγρασία 3. (για νερό) ρέω σε ελάχιστη ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + λείχω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλειχάδα] … Dictionary of Greek