- ἀμμο-κονία
ἀμμο-κονία, ὁ, Sandkalk, Mörtel, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμμο-κονία, ὁ, Sandkalk, Mörtel, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κονίαμα — το (Α κονίαμα, ιων. τ. κονίημα [κονιώ] νεοελλ. 1. μίγμα από λεπτόκοκκη άμμο, νερό και κονία, που συνήθως είναι ασβέστης ή τσιμέντο, το οποίο χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό στην τοιχοποιία, κν. λάσπη 2. το επίχρισμα με τέτοιο μίγμα, ο σοβάς… … Dictionary of Greek