- ἀν-αλγησία
ἀν-αλγησία, ἡ, Unempfindlichkeit geg. den Schmerz. übh. Stumpfsinn, wie ἀναισϑ ησία, Θηβαίων ἀν. καὶ βαρύτης Dem. 18, 35; Arist. Nicom. 1, 10; vgl. Luc. Nigr. 30; Plut. Poplic. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αλγησία, ἡ, Unempfindlichkeit geg. den Schmerz. übh. Stumpfsinn, wie ἀναισϑ ησία, Θηβαίων ἀν. καὶ βαρύτης Dem. 18, 35; Arist. Nicom. 1, 10; vgl. Luc. Nigr. 30; Plut. Poplic. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμαναλγησία — η ιατρ. απώλεια τής θερμικής αίσθησης και τής αίσθησης τού πόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + αν αλγησία] … Dictionary of Greek
υποαλγησία — η, Ν ιατρ. μείωση τής αντίληψης και τής αντιδραστικότητας στον πόνο, συγγενής ή επίκτητη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypoalgesia < υπο * + αλγησία] … Dictionary of Greek