- ἀδηκότες
ἀδηκότες,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδηκότες,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδηκότες — ἀ̱δηκότες , ἀδέω to be sated with perf part act masc nom/voc pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδέω — ἀδέω (Α) είμαι κορεσμένος, αισθάνομαι βάρος ή αηδία για κάτι, μπουχτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποθ. τ. ενεστώτος, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στον αόρ. (ᾱδήσειε) και στον παρακμ. (ᾱδηκότες). Αβέβαιης ετυμολογίας. Σημασιολογικά και μορφολογικά φαίνεται να… … Dictionary of Greek
su̯ād- — su̯ād English meaning: sweet Deutsche Übersetzung: ‘sũß; an etwas Geschmack, Freude finden” Material: 1. su̯üdu s ‘sweet”: O.Ind. svüdu , f. svüdvī ‘sweet, mellifluous”; Gk. ἡδύς, f. εῖα (* εFια), ύ, Dor. ἁδύς ‘sweet”; with… … Proto-Indo-European etymological dictionary