- ὀδοντ-άγρα
ὀδοντ-άγρα, ἡ, Zahnzange, zum Ausziehen der Zähne; Arist. Mechan. 22; Plut. tranq u. an. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδοντ-άγρα, ἡ, Zahnzange, zum Ausziehen der Zähne; Arist. Mechan. 22; Plut. tranq u. an. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυράγρα — η, ΝΜΑ λαβίδα αποτελούμενη από δύο σκέλη κατάλληλη για το ανασκάλεμα τής φωτιάς, πυρολαβίδα, μασιά νεοελλ. μεταλλική λαβίδα που χρησιμοποιείται από τους σιδηρουργούς για τη συγκράτηση τών διάπυρων μεταλλικών τεμαχίων, τσιμπίδα αρχ. (γενικά)… … Dictionary of Greek