- ἀμβλύτης
ἀμβλύτης, ητος, ἡ, Stumpfheit, bes. Stumpfsinn, Verzagtheit, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλύτης, ητος, ἡ, Stumpfheit, bes. Stumpfsinn, Verzagtheit, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλύτης — bluntness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλύτητα — ἀμβλύτης bluntness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλύτητας — ἀμβλύτης bluntness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλύτητες — ἀμβλύτης bluntness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλύτητι — ἀμβλύτης bluntness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλύτητος — ἀμβλύτης bluntness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… … Dictionary of Greek
αμβλύτητα — η (Α ἀμβλύτης) [ἀμβλύς] 1. έλλειψη οξύτητας, αιχμηρότητας 2. εξασθένιση, ατονία, νωθρότητα, νωχέλεια … Dictionary of Greek
ԲԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 487 Chronological Sequence: 8c, 11c գ. ἁμβλύτης hebetudo, obtusio Բութ եւ գուլ գոլն՝ իրօք կամ նմանութեամբ, հակադրեալ սրութեան. գլութիւն, գուլ ըլլալը ... *Հրոյ՝ սրութիւն. երկրի՝ բթութիւն. օդ ունելով բթութիւն. եւ լինի ջուր՝ տեսակացեալ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)