- ἀμβλύσκω
ἀμβλύσκω, Soph. frg. 134, aus Hesych., = ἀμβλίσκω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλύσκω, Soph. frg. 134, aus Hesych., = ἀμβλίσκω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμβλίσκω — ἀμβλίσκω και ἀμβλισκάνω και ἀμβλύσκω και ἀμβλῶ, όω (AM) μσν. γεννώ πρόωρα και αποβάλλω ατελές έμβρυο αρχ. 1. αποβάλλω εκούσια το έμβρυο, τό σκοτώνω, προκαλώ έκτρωση 2. παθ. αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ετυμολογικά συγγενής πιθ. με τη λ. μύλη… … Dictionary of Greek