ἀμβλυωγμός

ἀμβλυωγμός

ἀμβλυωγμός, ὁ (-ώττω), blödes Gesicht, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμβλυωγμός — ἀμβλυωγμός, ο (Α) [ἀμβλυώσσω] εξασθενημένη, αδύνατη όραση, αμβλυωπία …   Dictionary of Greek

  • ἀμβλυωγμός — dull masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυωγμοί — ἀμβλυωγμός dull masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυωγμοῦ — ἀμβλυωγμός dull masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλυώττω — ἀμβλυώττω και ώσσω (Α) 1. έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι αμβλύωπας 2. θαμπώνομαι, σαστίζω 3. (το ουδ. τής μτχ. τού ενεστ. ως ουσ.) τό ἀμβλυώττον ο αμβλυωγμός* 4. φρ. «ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς», θαμπώνομαι, τυφλώνομαι από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αμβλυωσμός — ἀμβλυωσμός, ο (Α) [ἀμβλυώσσω] αντί τού ἀμβλυωγμός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”