- ἀμβλυ-ωπής
ἀμβλυ-ωπής, ές, stumpf-, blödsichtig, ὀφϑαλμοί Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλυ-ωπής, ές, stumpf-, blödsichtig, ὀφϑαλμοί Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλωπής — κοιλωπής, ές, θηλ. και κοιλῶπις, ώπιδος (Α) 1. αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά μάτια 2. κοίλος, βαθουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ωπής (< θ. ωπ τού ὄπωπα), πρβλ. αμβλυ ωπής, πολυ ωπής] … Dictionary of Greek