- ἀνα-μίμνω
ἀνα-μίμνω, p. = ἀναμένω, ἀλλήλους ἀνέμιμνον Il. 11, 171; intrans., warten, wieder Stand halten, 16, 363 ἀλλὰ καὶ ὡς ἀνέμιμνε, σάω δ'ἐρίηρας ἑταίρους.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-μίμνω, p. = ἀναμένω, ἀλλήλους ἀνέμιμνον Il. 11, 171; intrans., warten, wieder Stand halten, 16, 363 ἀλλὰ καὶ ὡς ἀνέμιμνε, σάω δ'ἐρίηρας ἑταίρους.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναμίμνω — ἀναμίμνω (Α) ποιητ. τ. τού ἀναμένω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μίμνω «μένω»] … Dictionary of Greek