- ἀνα-μίγδην
ἀνα-μίγδην, p. ἀμμίγδην, dass., Nic. Th. 912.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-μίγδην, p. ἀμμίγδην, dass., Nic. Th. 912.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναμπάμπουλα — και αναμπούμπουλα και αλαμπάμπουλα επίρρ. 1. χωρίς τάξη, άτακτα, όπως τύχει 2. απερίσκεπτα 3. αμέριμνα, ατάραχα, ήρεμα 4. αντίξοα, «ανάποδα», άβολα 5. (για ανώμαλες καταστάσεις) φύρδην μίγδην, άνω κάτω 6. θορυβωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Το… … Dictionary of Greek