- ὀδαξητικός
ὀδαξητικός, dasselbe, richtigere Lesart Poll. 2, 110 bei Bekker.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδαξητικός, dasselbe, richtigere Lesart Poll. 2, 110 bei Bekker.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδαξητικός — ὀδαξητικός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί κνησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. ητικός (πρβλ. κιν ητικός)] … Dictionary of Greek
ὀδαξητικούς — ὀδαξητικός causing to itch masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδαξώδης — οδαξώδης, ῶδες (Α) οδαξητικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξω / ὀδαξῶ + κατάλ. ώδης] … Dictionary of Greek