- ὀδαξησμός
ὀδαξησμός, ὁ, = ὀδαγμός, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδαξησμός, ὁ, = ὀδαγμός, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδαξησμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδαξησμός — ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός) νεοελλ. ιατρ. ερεθισμός τού δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή τής λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη αρχ. κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι… … Dictionary of Greek
ὀδαξησμοῖς — ὀδαξησμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμοί — ὀδαξησμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμοῦ — ὀδαξησμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμούς — ὀδαξησμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμῶν — ὀδαξησμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμῷ — ὀδαξησμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδαξησμόν — ὀδαξησμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)