- ἀνα-μινυρίζω
ἀνα-μινυρίζω, vorträllern, bei Ath. IV, 176 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-μινυρίζω, vorträllern, bei Ath. IV, 176 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναμινυρίζω — ἀναμινυρίζω (ΑΜ) τραγουδώ άτονα και μελαγχολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα* + μινυρίζω «τραγουδώ ήρεμα με χαμηλή φωνή»] … Dictionary of Greek