- ἀνα-βιβρώσκω
ἀνα-βιβρώσκω, auf-, anfressen, ἀναβρώσαντες Nic. Ther. 134; ἐπειδὰν ὑφ' ἁλὸς ἀναβρωϑῇ Philostr. Imagg. 2, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-βιβρώσκω, auf-, anfressen, ἀναβρώσαντες Nic. Ther. 134; ἐπειδὰν ὑφ' ἁλὸς ἀναβρωϑῇ Philostr. Imagg. 2, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναβιβρωσκομένων — ἀνά βιβρώσκω eat pres part mp fem gen pl ἀνά βιβρώσκω eat pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβιβρωσκόμενον — ἀνά βιβρώσκω eat pres part mp masc acc sg ἀνά βιβρώσκω eat pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβιβρωσκόντων — ἀνά βιβρώσκω eat pres part act masc/neut gen pl ἀνά βιβρώσκω eat pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβιβρῶσκον — ἀνά βιβρώσκω eat pres part act masc voc sg ἀνά βιβρώσκω eat pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβιβρώσκει — ἀνά βιβρώσκω eat pres ind mp 2nd sg ἀνά βιβρώσκω eat pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβιβρώσκοντα — ἀνά βιβρώσκω eat pres part act neut nom/voc/acc pl ἀνά βιβρώσκω eat pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμβρων — ἀνά βιβρώσκω eat aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀνά βιβρώσκω eat aor ind act 1st sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβεβρωμένους — ἀνά βιβρώσκω eat perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβιβρωσκομέναις — ἀνά βιβρώσκω eat pres part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβιβρωσκομένης — ἀνά βιβρώσκω eat pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβιβρωσκομένοις — ἀνά βιβρώσκω eat pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)