- ἀνα-βαστάζω
ἀνα-βαστάζω (s. βαστάζω), aufheben und tragen, Luc. ἐς ὕψος τὸν ἀντίπαλον Gymn. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-βαστάζω (s. βαστάζω), aufheben und tragen, Luc. ἐς ὕψος τὸν ἀντίπαλον Gymn. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναβαστάζω — (Α ἀναβαστάζω) [βαστάζω] ανυψώνω κάτι και τό κρατώ με τα χέρια, κρατώ ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βαστάζω. ΠΑΡ. μσν. ἀναβαστακτήρ] … Dictionary of Greek