- ἀνα-μαστεύω
ἀνα-μαστεύω, aufsuchen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-μαστεύω, aufsuchen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναμαστεύσωσι — ἀνά μαστεύω seek aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαστεύων — ἀνά μαστεύω seek pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναμαστεύσας — ἀναμαστεύσᾱς , ἀνά μαστεύω seek aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)