- ἀ-δι-ῡλιστος
ἀ-δι-ῡλιστος, nicht durchgeseiht, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-δι-ῡλιστος, nicht durchgeseiht, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλιστός — ή, όν, Α [ὑλίζω] διυλιστός, στραγγιστός … Dictionary of Greek
ὑλιστόν — ὑλιστός strained masc acc sg ὑλιστός strained neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλιστῆς — ὑλιστός strained fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλιστή — ὑλιστός strained fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)