- ἀνα-ζῡμόω
ἀνα-ζῡμόω, durchsäuern u. in Gährung bringen, Theophr.; D. Sic. 1, 7; auch pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-ζῡμόω, durchsäuern u. in Gährung bringen, Theophr.; D. Sic. 1, 7; auch pass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναναζυμοῦται — συναναζῡμοῦται , σύν , ἀνά ζυμόω leaven pres ind mp 3rd sg σύν ἀναζυμόω raise as by leaven pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεζυμωμένης — ἀνεζῡμωμένης , ἀνά ζυμόω leaven perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεζυμωμένος — ἀνεζῡμωμένος , ἀνά ζυμόω leaven perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεζύμωσε — ἀνεζύ̱μωσε , ἀνά ζυμόω leaven aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)