ἀ-δι-ήθητος

ἀ-δι-ήθητος

ἀ-δι-ήθητος, nicht durchgeseiht, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηθητός — ἠθητός, ή, όν (Α) [ηθώ] διηθητός, διυλισμένος, στραγγισμένος …   Dictionary of Greek

  • ηθητικός — ἠθητικός, ή, όν (Α) (για οίνο) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διηθήσει, να διυλίσει, ο κατάλληλος για διύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθητός, ρηματικό επίθετο τού ηθώ] …   Dictionary of Greek

  • ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”