- ἀ-δι-ήγητος
ἀ-δι-ήγητος, unbeschreiblich, Xen. Cyr. 8, 7, 22; Dem. 17, 29; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-δι-ήγητος, unbeschreiblich, Xen. Cyr. 8, 7, 22; Dem. 17, 29; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευχορήγητος — εὐχορήγητος, ον (Μ) αυτός που χορηγείται εύκολα, ή άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χορ ηγητος (< χορ ηγώ), πρβλ. αυτο χορ ήγητος, δυσ χορ ήγητος] … Dictionary of Greek
λαοηγησία — λαοηγησία, ἡ (Α) το να εξουσιάζει κάποιος τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + ηγησία (< ήγητος < ἡγοῡμαι)] … Dictionary of Greek