ἀνα-κήρυκτος

ἀνα-κήρυκτος

ἀνα-κήρυκτος, öffentlich bekannt gemacht, bes. durch den Herold.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιεροκήρυκτος — ἱεροκήρυκτος, ον (Μ) αυτός που κηρύχθηκε ως ιερός από την εκκλησία («ἱεροκήρυκτος ἡμέρα», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κηρυκτος (< κηρύττω), πρβλ. α κήρυκτος, ανα κήρυκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”