- ἀναζώω
ἀναζώω, poet, für ἀναζάω, Nic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναζώω, poet, für ἀναζάω, Nic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναζωώ — ἀναζωῶ ( όω) (ΑΜ) επαναφέρω στη ζωή, αναζωογονώ, τονώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωῶ. ΠΑΡ. μσν. ἀναζώωσις] … Dictionary of Greek
αναζώω — ἀναζώω (Α) αναζώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζώω, επικός και ιωνικός τ. αντί ζῶ] … Dictionary of Greek
αναζώωσις — ἀναζώωσις ( εως), η (Μ) [ἀναζωῶ] επαναφορά στη ζωή, αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα … Dictionary of Greek