ἀ-διά-πτωτος

ἀ-διά-πτωτος

ἀ-διά-πτωτος, unfehlbar, ἀδιαπτώτως προλέγειν D. Sic. 1, 50; τὸ ἀδ. Plut. adv. Col. 29; fehlerfrei, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόπτωτος — θεόπτωτος, ον (Μ) αυτός τού οποίου η πτώση, η ήττα προήλθε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. α διά πτωτος, ετερό πτωτος] …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”