- ἀνα-κάπτω
ἀνα-κάπτω, verschlucken, verzehren, Her. 2, 93; Ar. Av. 579.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-κάπτω, verschlucken, verzehren, Her. 2, 93; Ar. Av. 579.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακάπτω — ἀνακάπτω (Α) καταβροχθίζω, χάφτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κάπτω «χάφτω». ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκαψις] … Dictionary of Greek
καπάνη — καπάνη, ἡ (Α) 1. άμαξα 2. κάπη* 3. είδος περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών κάπη, κάπτω και εμφανίζει επίθημα ᾱνᾱ (πρβλ. ἀπ ήνη). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό capanna «παράπηγμα, καλύβα»] … Dictionary of Greek