- ἀδελφο-κτόνος
ἀδελφο-κτόνος, ὁ, Bruder-, Schwestermörder, Piut. de virt. mul. (Aretaphil. p. 294).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδελφο-κτόνος, ὁ, Bruder-, Schwestermörder, Piut. de virt. mul. (Aretaphil. p. 294).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωοκτόνος — ο (Α ζῳοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηριοκτόνος — θηριοκτόνος, ον (Μ) βλ. θηροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, εντομο κτόνος] … Dictionary of Greek
καυχοκτόνος — καυχοκτόνος, ον (Μ) αυτός που φονεύει καύχους, δηλ. εραστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύχος (I) + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, ανδρο κτόνος] … Dictionary of Greek
κενταυροκτόνος — κενταυροκτόνος, ον (ΑΜ) αυτός που σκοτώνει τους κενταύρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
κοσμοκτόνος — κοσμοκτόνος, ὁ (Μ) ο αφανιστής τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
κουροκτόνος — κουροκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει παιδιά, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek