ἀδελφιδῆ

ἀδελφιδῆ

ἀδελφιδῆ, , Schwester- oder Brudertochter, Nichte Lys. 32, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αδελφιδή — ἀδελφιδῆ ( έη), η (Α) κόρη αδελφού ή αδελφής, ανιψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + ιδέη, ιδῆ*] …   Dictionary of Greek

  • ἀδελφιδῇ — ἀδελφιδῆ a brother s fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφιδῆ — ἀδελφιδέος nephew masc voc sg (doric ionic aeolic) ἀδελφιδῆ a brother s fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφιδᾶς — ἀδελφιδῆ a brother s fem acc pl (attic doric) ἀδελφιδῆ a brother s fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφιδαῖ — ἀδελφιδῆ a brother s fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφιδαῖς — ἀδελφιδῆ a brother s fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφιδῆν — ἀδελφιδῆ a brother s fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφιδῆς — ἀδελφιδῆ a brother s fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • ἀδελφιδέων — ἀδελφιδέος nephew masc gen pl (epic doric ionic aeolic) ἀδελφιδῆ a brother s fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”