- ἀδελφιδοῦς
ἀδελφιδοῦς, ὁ, Neffe, Bruder- od. Schwestersohn, 'Thuc. u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδελφιδοῦς, ὁ, Neffe, Bruder- od. Schwestersohn, 'Thuc. u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αδελφιδούς — ἀδελφιδοῡς ( οῡ), ο (Α) [ἀδελφός] γιος αδελφού ή αδελφής, ανιψιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + ιδοῦς*] … Dictionary of Greek
ἀδελφιδοῦς — ἀδελφιδέος nephew masc acc pl (attic epic doric ionic) ἀδελφιδέος nephew masc nom sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφιδεύς — ἀδελφιδεὺς ( έως), ο (Α) γιος αδελφού ή αδελφής, ανιψιός, ο αδελφιδούς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + ιδεύς*] … Dictionary of Greek
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
ανεψιαδούς — ἀνεψιαδοῡς, ο (Α) ο γιος πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεψιά + (μεθομηρική κατάλ.) ιδούς, που εμπεριέχει την έννοια της εξάρτησης, του υποκορισμού ( ιδ ) και το χαρακτηριστικό των πατρωνυμικών. Τα ονόματα με την κατάλ. ιδούς… … Dictionary of Greek