ἀ-δια-κόσμητος

ἀ-δια-κόσμητος

ἀ-δια-κόσμητος, ungeordnet z. B. πόλις, D. Hal. 3, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοκόσμητος — θεοκόσμητος, ον (Μ) ο προικισμένος από τον θεό, ο ευλογημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κόσμητος (< κοσμώ), πρβλ. α δια κόσμητος, ευ κό σμητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”