- ἀνα-καγχάζω
ἀνα-καγχάζω, laut auflachen, μέγα Plat. Euthyd. 300 d; ἀνεκάγχασε σαρδόνιον Rep. I, 337 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-καγχάζω, laut auflachen, μέγα Plat. Euthyd. 300 d; ἀνεκάγχασε σαρδόνιον Rep. I, 337 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακαγχάζω — (Α ἀνακαγχάζω) καγχάζω δυνατά, ξεσπώ σε δυνατό γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + καγχάζω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακαγχασμός] … Dictionary of Greek